- ἑώρακε
- ὁράωInscr. destombeaux des roisperf imperat act 2nd sgὁράωInscr. destombeaux des roisperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαστρατηγώ — διαστρατηγῶ ( έω) (AM) 1. εκτελώ ή αναλαμβάνω χρέη στρατηγού, υπηρετώ ως στρατηγός 2. μεταχειρίζομαι τεχνάσματα, στρατηγήματα, μηχανεύομαι 3. σκέπτομαι πονηρά 4. εξαπατώ με στρατήγημα («διεστρατήγουν τους Ρωμαίους» Πολύβ.) 5. φέρω εις πέρας,… … Dictionary of Greek
θεός — Το υπέρτατο ον. Κατά τη θρησκευτική σκέψη είναι αιώνιο, δημιουργός και συντηρητής, πρώτη αιτία, άπειρη και μυστηριώδης, όλων όσα υπάρχουν. Στον πρωτόγονο άνθρωπο, η ιδέα του Θ. διαμορφώθηκε σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες, τα εμπόδια και τους… … Dictionary of Greek